πτερυγίζω

πτερυγίζω
αμετ.
1) махать, бить крыльями; 2) порхать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πτερυγίζω" в других словарях:

  • πτερυγίζω — ΜΑ [πτέρυξ υγος] φτερουγίζω, χτυπώ τα φτερά μου για να πετάξω, να σηκωθώ από το έδαφος ή σαν πετεινός όταν ετοιμάζεται να λαλήσει …   Dictionary of Greek

  • πτερυγίζω — βλ. φτερουγίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτερυγίζει — πτερυγίζω flutter with the wings pres ind mp 2nd sg πτερυγίζω flutter with the wings pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερυγίζουσι — πτερυγίζω flutter with the wings pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πτερυγίζω flutter with the wings pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερυγιεῖς — πτερυγίζω flutter with the wings fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερυγίζειν — πτερυγίζω flutter with the wings pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερυγίζεις — πτερυγίζω flutter with the wings pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερυγίζοντες — πτερυγίζω flutter with the wings pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερυγίζουσαι — πτερυγίζω flutter with the wings pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερυγίζων — πτερυγίζω flutter with the wings pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φτερουγίζω — Ν 1. κουνώ τα φτερά μου για να πετάξω, πτερυγίζω 2. (κατ επέκτ.) πετώ 3. φρ. «φτερουγίζει η καρδιά μου» νιώθω μεγάλη συγκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτερυγίζω με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π σε διαρκές φ και τροπή τού υ σε ου (βλ. και λ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»